- διταλαντος
- διτάλαντοςδι-τάλαντος21) весом в два таланта
(λίθος Her.; πανοπλία Plut.)
2) стоимостью в два таланта(οἶκος Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λίθος Her.; πανοπλία Plut.)
(οἶκος Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διτάλαντος — διτάλαντος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων 2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον δύο τάλαντα … Dictionary of Greek
διτάλαντος — weighing two talents masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διτάλαντον — διτάλαντος weighing two talents masc/fem acc sg διτάλαντος weighing two talents neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διταλάντους — διτάλαντος weighing two talents masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διταλάντῳ — διτάλαντος weighing two talents masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διτάλαντα — διτάλαντος weighing two talents neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διτάλαντοι — διτάλαντος weighing two talents masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)