διταλαντος

διταλαντος
    διτάλαντος
    δι-τάλαντος
    2
    1) весом в два таланта
    

(λίθος Her.; πανοπλία Plut.)

    2) стоимостью в два таланта
    

(οἶκος Dem.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διταλαντος" в других словарях:

  • διτάλαντος — διτάλαντος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων 2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον δύο τάλαντα …   Dictionary of Greek

  • διτάλαντος — weighing two talents masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διτάλαντον — διτάλαντος weighing two talents masc/fem acc sg διτάλαντος weighing two talents neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διταλάντους — διτάλαντος weighing two talents masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διταλάντῳ — διτάλαντος weighing two talents masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διτάλαντα — διτάλαντος weighing two talents neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διτάλαντοι — διτάλαντος weighing two talents masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»